ἐλευθέρωσα

ἐλευθέρωσα
ἐλευθερόω
set free
aor ind act 1st sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ελευθερώνω — ελευθέρωσα, ελευθερώθηκα, ελευθερωμένος, και λευτερώνω μτβ. 1. κάνω ελεύθερο το δούλο ή τον κρατούμενο, απελευθερώνω. 2. απαλλάσσω κάποιον ή κάτι από βάρη, υποχρεώσεις, εμπόδια κτλ.: Ελευτερώθηκε ο δρόμος απ τα βράχια. 3. το μέσ., ελευθερώνομαι… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐλευθερωσάσης — ἐλευθερωσά̱σης , ἐλευθερόω set free aor part act fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλευθερώσας — ἐλευθερώσᾱς , ἐλευθερόω set free aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλευθερώσασα — ἐλευθερώσᾱσα , ἐλευθερόω set free aor part act fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλευθερώσασαν — ἐλευθερώσᾱσαν , ἐλευθερόω set free aor part act fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλευθερώσασι — ἐλευθερώσᾱσι , ἐλευθερόω set free aor part act masc/neut dat pl (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλευθερώσασιν — ἐλευθερώσᾱσιν , ἐλευθερόω set free aor part act masc/neut dat pl (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ελευθερώνω — και λευθερώνω και λευτερώνω (ΑΜ ἐλευθερῶ, όω Μ και ἐλευθερώνω) 1. απελευθερώνω από ξενικό ζυγό, από εχθρική κατοχή («ελευθέρωσε τα νησιά», «ἴτε παῑδες Ἑλλήνων, ἐλευθεροῡτε πατρίδα», «ἐλευθερῶσαι τὴν πόλιν») 2. απελευθερώνω δούλο, χαρίζω σε δούλο… …   Dictionary of Greek

  • ελευθερώνω — ελευθερώνω, ελευθέρωσα βλ. πίν. 3 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”